-
1 συνέχεια
συνέχεια, ἡ,A continuity,τῆς κινήσεως Arist.Metaph. 1050b26
; [ τῶν νεύρων] Id.HA 515b6; [ἡ ῥάχις] μία μὲν διὰ τὴν σ., πολυμερὴς δὲ τῇ διαιρέσει τῶν σπονδύλων Id.PA 654b15
, cf. HA 559a7;σ. ἔχειν πρός τι Id.PA 652b3
;ὁ ὅλος ὄγκος ὥσπερ κατὰ συνέχειαν τρέφεται καὶ ἐπιδίδωσι Thphr.CP1.12.4
; σ. γίνεται there is a continuous succession (of flowering), Id.HP6.8.4, cf. 7.10.3; σ. τῶν ἀκροβολισμῶν, τῆς μάχης, Plb.5.100.2, Hdn.8.5.2.b coherence,πρὸς τὰ οἰκεῖα μέρη Stoic.2.145
;νόσος.. τῆς σ. [τοῦ σώματος] τῶν μερῶν διαίρεσις Gal.7.2
;ὀδύνη γίνεται.. τῆς σ. λυομένης Id.15.515
.c κατὰ συνέχειαν ἀριθμεῖσθαι to be reckoned by conjunction (e.g. 1, 2, 3, 4; 4, 5, 6, 7), Steph.in Hp.1.198 D.2 mere sequence of words, Pl.Sph. 261e, 262c; connexion in a sentence,τῶν ὀνομάτων D.H.Vett.Cens.5.2
, cf. Comp.23;γραμμάτων Demetr.Eloc.68
; also of argument, αἱ κατὰ συνέχειαν [προτάσεις], = συνημμένα ἀξιώματα (cf.συνάπτω A. 111.3
), Stoic.2.71, cf. 85;σ. ἀποδείξεων Luc.Dem.Enc.32
; ἡ ἐν τῷ λογίζεσθαι ς. Plu. 2.792d;πυκνότης καὶ συνέχεια Hermog.Id.2.10
.4 sequence, chain of cause and effect,ἐπισύνδεσις καὶ σ. τῶν αἰτίων Alex.Aphr.Fat.195.3
;τῶν ἐφεξῆς σ. καὶ συμπλοκή Plot.3.1.4
.5 continuity of substance, viscosity, (sc. ἐλαίου) Thphr. Od.18; of dripping honey, μὴ.. ὑγρόν, ὡς ἀποσπᾶσθαι τῆς ς. Gal.6.270; ἡ πρὸς τὸν ὀμφαλὸν τοῦ ἐμβρύου ς. Sor.1.71; of broken bones, Id.Fract.5, al.;σ. τῶν φυτῶν Hdn.7.2.5
.6 compactness, close order, of military formation, Arr.Tact.11.4, Ael.Tact.11.4.II continued attention, perseverance, D.18.218; continuance of an action,τῇ σ. τῆς μελέτης Hierocl. in CA27p.484M.
; practice, Plot.4.6.3; συνεχείας δηλωτική, = frequentativa, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνέχεια
-
2 ξυμβολη
ἥ1) соединение, стык или скрещение(τριῶν κελεύθων Aesch.; sc. τῶν ὁδῶν Xen.)
2) сращение(τῶν νεύρων Arst.)
3) слияние(τῶν ποταμῶν Diod.)
4) встреча, непосредственное соседство(φωνηέντων Arst.)
5) сочленение, шов(τῶν ὀστέων Plat.)
6) смыкание(τῶν χειλῶν Arst.)
7) край, конец, застежка(τοῦ ζωστῆρος Her.)
8) столкновение, стычка, схватка (sc. τῶν νηῶν Aesch.)9) соглашение, контракт(συνθῆκαι καὴ συμβολαί Arst.)
10) преимущ. pl. денежный взнос, вклад, пожертвование Luc.συμβολὰς πράττεσθαι Arph. — взимать взносы, устраивать складчину;
συμβολὰς μεγάλας τῷ κοινῷ δοῦναι Plut. — сделать большой вклад в общегосударственное дело;οὐκ ἐλάττονας συμβολὰς παρασχέσθαι εἴς τι Plut. — сыграть немалую роль в чем-л.11) обед вскладчину Xen. -
3 συμβολη
ἥ1) соединение, стык или скрещение(τριῶν κελεύθων Aesch.; sc. τῶν ὁδῶν Xen.)
2) сращение(τῶν νεύρων Arst.)
3) слияние(τῶν ποταμῶν Diod.)
4) встреча, непосредственное соседство(φωνηέντων Arst.)
5) сочленение, шов(τῶν ὀστέων Plat.)
6) смыкание(τῶν χειλῶν Arst.)
7) край, конец, застежка(τοῦ ζωστῆρος Her.)
8) столкновение, стычка, схватка (sc. τῶν νηῶν Aesch.)9) соглашение, контракт(συνθῆκαι καὴ συμβολαί Arst.)
10) преимущ. pl. денежный взнос, вклад, пожертвование Luc.συμβολὰς πράττεσθαι Arph. — взимать взносы, устраивать складчину;
συμβολὰς μεγάλας τῷ κοινῷ δοῦναι Plut. — сделать большой вклад в общегосударственное дело;οὐκ ἐλάττονας συμβολὰς παρασχέσθαι εἴς τι Plut. — сыграть немалую роль в чем-л.11) обед вскладчину Xen. -
4 κρᾶσις
A mixing, blending of things which form a compound, as wine and water, opp. mechanical mixture (defined as an εἶδος μίξεως in which the constituents are liquids, Arist.Top. 122b26, cf. Stoic.2.153; περὶ κράσεως, title of work by Alex.Aphr.): first in A.,τὴν δευτέραν γε κ. ἥρωσιν νέμω Fr.55
, cf. Staphyl.9, Ath.10.426b (pl.); κράσεις ἠπίων ἀκεσμάτων modes of compounding.., A. Pr. 482;ἡ τῶν ἐναντίων κ. Pl. Lg. 889c
;τὴν τῶν νεύρων φύσιν ἐξ ὀστοῦ καὶ σαρκὸς κράσεως.. συνεκεράσατο Id.Ti. 74d
;ἐκ κράσεως πρὸς ἄλληλα Id.Tht. 152d
;τὴν ἁρμονίαν κ. καὶ σύνθεσιν ἐναντίων εἶναι Arist. de An. 407b31
;χρωμάτων ἀκριβὴς κ. Luc.Zeux.5
, cf. Arist.Col. 792a4.2 temperature of the air, κρᾶσιν ὑγρὰν οὐκ ἔχων [αἰθήρ] E.Fr.779.2; τὰς ὥρας κ. ἔχειν τοιαύτην ὥστε .. Pl.Phd. 111b, cf. Poll.6.178; ἡ κ. τῶν ὡρέων temperate climate, Hp. Aër.12; ὅσα περὶ κράσεις climates, Arist.Pr.lib.xivtit.3 temperament, of the body or mind, κ. σώματος ib. 871a24, cf. 953a30; διανοίας ib. 909a17; κ. μελαγχολική ib. 954b8: pl.,αἱ τῶν σωμάτων κράσιες Ti.Locr.103a
, cf. Plot.3.1.6: so in Medic., Hp.Nat.Hom.4, etc.; περὶ κράσεων, title of work by Galen. -
5 δούλος
-
6 πρῆσις
πρῆσις (A),A v. πρᾶσις.------------------------------------A blowing up, distension,τράχηλος οἰδέει πνεύματος πρήσι Aret.SD1.11
; ἔντασις καὶ π. (in εἰλεός) Id.CA2.5; ὑπὸ τῆς π. (in dropsy) Id.SD2.1; filling out, development, τραχήλου (by gymnastics) Id.CD1.3 (pl.).2 inflammation, ὀφθαλμῶν ibid. (pl.); τῶν παρισθμίων, τοῦ ὑπεζωκότος, τοῦ πνεύμονος, τῶν νεύρων, Id.CA1.7,10,2.1,11 (pl.). -
7 χρηστός
χρηστός, adj. verb. von χράομαι, 1) brauchbar, nützlich, tauglich, Her., übh. gut in seiner Art, seiner Bestimmung entsprechend, τινί, bequem wozu zu gebrauchen, 7, 215; τὰ χρηστά, nützliche Dienste, Wohlthaten, ἔς τινα, 1, 41. 42; übh. gut, ἐκτελοῖτο δὴ τὰ χρηστά Aesch. Pers. 224; Soph. öfter, z. B. φρένες χρησταί, γνώμας ἔχων χρηστάς, Ant. 299. 632; oft bei Eur.; χρηστόν τι πράττων Ar. Plut. 341; Ggstz von μοχϑηρός, z. B. οἰκία Plat. Gorg. 504 b; ὅ τι χρηστὸν ἢ πονηρὸν περὶ τὸ σῶμα Prot. 313 d, u. sonst; – heil- oder glückbringend, ϑεοί Her. 8, 111; dah. auch τελευτὴ χρηστή, ein glückliches Ende, 8, 157; von Opfern u. Vorbedeutungen, Glück verheißend, ἱρά, σφάγια χρηστά, 5, 44. 9, 61. 62; – heilsam für Etwas, τινός, z. B. χρηστὰ τῶν νεύρων, heilsam für die Sehnen, Ael. – Bei den Gramm. = gebräuchlich, üblich, Schäf. zu D. Hal. de C. V. p. 360. – 2) vom Menschen gut, brav, bieder; Ggstz von πονηρός Soph. Phil. 435, wo der Nebenbegriff »tapfer« ist; von κακός O. R. 610 Ant. 516; ὁ ἐσϑλὸς χρηστός ἐστ' ἀεί Eur. Hec. 598; treu-, gutherzig, einfach, Plat. öfter; einfältig, im guten u. im schlimmen Sinne, dumm, gemein, wie εὐήϑης, Plat. Theaet. 161 a, öfter, u. Folgde. – Wie χρήσιμος von Staatsbürgern = um den Staat verdient, verdienstvoll, Dem. Lpt. 7; – οἱ χρηστοί, die ersten, vornehmsten Familien im Staate, optimates. – Vom Manne = tüchtig zum Beischlaf, od. der eine Frau gebrauchen kann, Hippocr. – Adv., χρηστῶς ἔχειν Ar. Eccl. 219.
-
8 γαγγίας
γαγγίας ἤ γαγγαλίας (leg. γαγγαλίδας) · οἱ μὲν γελασῖνον, οἱ δὲ τὴν τῶν νεύρων ( ἐρίων cod.) συστροφήν, ἄλλοι ὑποστάθμην, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαγγίας
-
9 διέχω
I trans., keep apart or separate,ὁ ποταμὸς δ. τὰ ῥέεθρα Hdt.9.51
; δ. τὴν φάλαγγα leave gaps in it, Arr.An.1.1.10 (so abs., διασχεῖν make way for a person, Plu. TG18);δ. τοὺς μαχομένους Id.Caes.20
; δ. τὰς χεῖρας spread them out, esp. for the purpose of parting combatants, Plb.4.52.1;τὰς χεῖρας ἐν μέσῳ δ. Plu.Cim.19
;διασχοῦσα τὰς χεῖρας Id.Ant.20
: c. gen.,τῆς ἐσθῆτος διασχών Id.Aem. 31
.II intr., go through, hold its way, ἀντικρὺ δὲ διέσχε [ὀϊστός] Il.5.100, 11.253; ;διά τινος δ. Arist.HA 496b31
; extend, reach,ἐς τὸν Ἀράβιον κόλπον Hdt.4.42
, cf. 7.122;ἀπὸ τῶν νεύρων πρὸς τὰς φλέβας Arist.HA 515b28
.2 stand apart, be separated, distant,ἑκὰς δ. Thgn.970
;ὅταν διάσχῃ τὰ κέρατα X.An.3.4.20
, cf. Th. 8.95 (v. l.);δ. πολὺ ἀπ' ἀλλήλων Id.2.81
;δ. ἀλλήλων ὡς τεσσαράκοντα στάδια X.An.1.10.4
; διέχοντες πολὺ ᾖσαν they marched with broad intervals, Th.3.22; ὁ Ἑλλήσποντος ταύτῃ σταδίους ὡς πεντήκοντα διεῖχε was about fifty stades wide at this point, X.HG2.1.21.3 of Time, παιδὸς δὲ βλάστας οὐ διέσχον ἡμέραι τρεῖς not three days parted the birth (sc. from what followed), S.OT 717.4 of the earth, open,σεισμῷ Philostr.Her.1.2
; of a river, broaden out, Arr.An.6.5.3.5 differ,γέννῃ τε κρήσει τε Emp.22.6
, cf. Arist. Rh. 1412a12;οὐθὲν ἂν διέχοι φαγεῖν ἢ μὴ φαγεῖν Id.Metaph. 1063a31
. -
10 κακόω
A maltreat, distress, in Hom. always of persons,κεκακωμένοι ἐν Πύλῳ ἦμεν, ἐλθὼν γάρ ῥ' ἐκάκωσε βίη Ἡρακληείη Il.11.689
; μηδὲ.. κάκου κεκακωμένον afflict not the afflicted, Od.4.754;ἠμὲν κυδῆναι.. βροτὸν ἠδὲ κακῶσαι 16.212
, cf. 20.99; ; κ. [ θεὸς] ;κ. τοὺς ἀναιτίους E.HF 1162
;τοὺς Ἀθηναίους Th.8.32
;τὸν δῆμον Lys.13.91
; :—in [voice] Pass., to be in ill plight, be distressed, κεκακωμένος ἅλμῃ befouled with brine, Od.6.137 (v. supr.): generally, Hdt.1.170, al., A.Pers. 728 (troch.), S.OC 261, And.2.16, Th.4.25;πρὸς θεῶν κακοῦται E.Hel. 268
;ἐκάκωτο ὑπὸ τῆς πορείας X.An.4.5.35
;ἐκ πυρετοῖο AP11.382.1
(Agath.).2 of things, spoil, ruin,τὰ κοινά Hdt.3.82
;τὸ ναυτικόν Th.8.78
; of the air, injure a plant, Thphr.CP2.11.2;τὰ κακούμενα τῆς Χώρας Aen.Tact.15.1
: Astrol., render unpropitious, Vett. Val.70.22 ([voice] Pass.): physically, injure, paralyse,τὰς ἀρχὰς τῶν νεύρων Gal.2.690
:—[voice] Pass., κακοῦται πᾶν τὸ σκέλος deteriorates, Hp.Art.58. -
11 προσεκπίπτω
A fall out besides, of sinews (as well as flesh) mortifying,τῶν νεύρων -πεσουμένων Hp.Fract.27
: metaph.,πλάσμα εἰς πᾶν -πῖπτον τὸ ἀδύνατον Longin.15.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεκπίπτω
-
12 ἀπᾴδω
A :—sing out of tune,ὅλῃ ἁρμονίᾳ Id.Lg. 802e
;ἐπὶ τὸ ὀξύ Arist.Pr. 919b23
: abs., Pl.Hp.Mi. 374c, D.Chr. 13.20, etc.II metaph., dissent,ἀπ' ἀλλήλων Pl.Lg. 662b
;πρὸς τὴν καθεστῶσαν πολιτείαν Plu.Lyc.27
: c. gen.,ἐθῶν Luc.Anach.6
; to be at variance with,τῆς ἀληθείας Ph.1.235
; fall short of,τῆς διὰ τῶν νεύρων ἰσχύος Hero Bel.112.16
.3 in part., unbefitting,ἀπᾴδοντα τῷ θεῷ ἐγκώμια Jul.Or.4.132b
;τῷ πράγματι Lib.Or.10.34
;ξένον καὶ ἀπᾷδον τὸ ῥῆμα Porph.Chr.69
. -
13 ἐξέρρωσας
ἐξέρρωσας· ἐπ' ἐμὲ ἀφῖξαι, ἤτοι ἐπὶ τῶν νεύρων, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξέρρωσας
-
14 χρηστός
χρηστός, (1) brauchbar, nützlich, tauglich; übh. gut in seiner Art, seiner Bestimmung entsprechend, τινί, bequem wozu zu gebrauchen; τὰ χρηστά, nützliche Dienste, Wohltaten; übh. gut; heil- oder glückbringend; dah. auch τελευτὴ χρηστή, ein glückliches Ende; von Opfern u. Vorbedeutungen: Glück verheißend; heilsam für etwas, τινός, z. B. χρηστὰ τῶν νεύρων, heilsam für die Sehnen. Bei den Gramm. = gebräuchlich, üblich; (2) vom Menschen: gut, brav, bieder; Ggstz von πονηρός, wo der Nebenbegriff 'tapfer' ist; treu-, guterzig, einfach; einfältig, im guten u. im schlimmen Sinne, dumm, gemein. Wie χρήσιμος von Staatsbürgern = um den Staat verdient, verdienstvoll; οἱ χρηστοί, die ersten, vornehmsten Familien im Staate, optimates. Vom Manne = tüchtig zum Beischlaf, od. der eine Frau gebrauchen kann -
15 συμβολή
συμβολ-ή, ἡ,A coming together, meeting, joining,συμβολὰς τριῶν κελεύθων A.Fr. 173
,cf.X.HG7.1.29; confluence of two rivers, IG9(2).205.12 (Melitea, iii B.C.), D.S.17.97, Arr.An.6.4.4, IG14.352 i 17, ii 49 ([place name] Halaesa), etc.;συμβολὴ τῶν ὀπτικῶν νεύρων Gal.UP10.13
; putting together,τῶν κώλων Sor.1.103
(prob.); τῶν χειλῶν συμβολαί, opp. τῆς γλώσσης προσβολαί, of the pronunciation of labial and lingual letters, Arist.PA 660a6; σ. φωνηέντων meeting of vowels in compound words, D.H.Dem.40, cf. Phld.Po.Herc.994.28; εἰς φωνήεντα τελευτᾶν ταῖς ς. Arist.Rh.Al. 1434b35.2 in concrete sense, joint, juncture, [ τοῦ ζωστῆρος] Hdt.4.10; [ τῶν ἀξόνων] X.Eq.10.10; of an alchemical apparatus, Zos.Alch.p.139 B.; τῶν ὀστέων, of the joints, Hp.Art.79, cf. Pl.Phd. 98d, Gal.2.683, UP3.16, 16.10;πρὸς τοῦ ἰσχίου Hp.Epid.5.7
; suture of the skull, Poll.2.36.II in hostile sense, encounter, engagement,συμβολῆς γενομένης Hdt.1.74
, cf. 7.210;συμβολὴν ποιέεσθαι Id.6.110
; τῇ σ. νικῆσαι, ἑσσωθῆναι, Id.4.159, 1.66; of ships, A.Pers. 350; ἀλεκτρυόνων ς. Hdn.3.10.3 (pl.);τάλας ἐγὼ ξυμβολῆς βαρείας Ar.Ach. 1210
.III = σύμβολον 11.3, IG5(2).419.12 ([place name] Phigaleia), etc.; τῶν ἄλλοθι (sc. συμβολαίων) ἀπὸ ξυμβολῶν κατὰ τὰς οὔσας ξυμβολὰς πρὸς Φασηλίτας τὰς δίκας εἶναι ib.12.16.13, cf. 60.9, al.; δικάζεσθαι κὰ (i.e. κατὰ) τᾶς συμβολᾶς ib.9 (1).333.15 ([dialect] Locr., v B.C.);συνθῆκαι καὶ σ. πρός τινας Arist.Rh. 1360a15
.IV pl., contributions made to provide a common meal, συμβολὰς πράττεσθαι make people pay their share of the reckoning, Ar.Ach. 1211, Eub.72; τὰς ξ. κατατιθέναι, καταβάλλειν, pay one's shot, Antiph.26.8, Diod. Com.2.13; σ. φέρειν, εἰσφέρειν, Alex.143, Hegesand.31 (sg.);πίνειν ἀπὸ συμβολῶν Alex.97
, cf. Diph.43.28.c [τὸν δακτύλιον] εἰς συμβολὰς ὑπόθημ' ἔδωκε as a pledge into the poll (in dicing), Men.Epit. 287; συμβολὰς or συμβολὴν καταθεῖναι, Luc.Herm.81, DMeretr.7.1.2 contribution, subscription to the expenses of a festival, etc., IG12(7).22.28 (Arcesine, iii B.C.), PTeb.112.26 (ii B.C.), etc.; διὰ τὸ μὴ πεσεῖν πάσας τὰς ς. because the subscriptions had not all been paid, PCair.Zen. 341 (a).19 (iii B.C.), cf. PPetr.3p.325 (iii B.C.), UPZ98.139 (ii B.C.): metaph.,συμβολὰς διδόναι τῇ πολιτείᾳ Plu. Agis 9
, cf.Arat.11;εἰς τὸν πόλεμον σ. παρασχέσθαι Id.Comp.Dion.Brut.1
.V metaph., cooperation, dub. in Phld.D.1.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβολή
-
16 σύγκειμαι
A lie together, τρεῖς ὁμοῦ ς. S.Aj. 1309, cf. Thphr. HP1.2.1; νεκρὸς μόνα τὰ ὀστᾶ κατὰ σχῆμα συγκείμενος having only the bones lying together in their places, Luc.Philops.31.II as [voice] Pass. of συντίθημι, to be composed or compounded, ;ἐκ στοιχείων Id.Tht. 201e
, cf. X.Cyn. 5.29;τὴν φύσιν ἡμῶν ἔκ τε τοῦ σώματος συγκεῖσθαι καὶ τῆς ψυχῆς Isoc.15.180
; χορὸς ἐξ ἀνθρώπων ς. X.Oec.8.3;μέλος ἐκ τριῶν σ., λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῦ Pl.R. 398d
, cf. Phd. 92a;δέον συγκεῖσθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ τυραννίδος Arist.Pol. 1266a1
; of quack-doctors,οἱ ἐξ [ἀδοξίης] συγκείμενοι Hp. Lex1
;ἐξ ὀνομάτων σ. ἄνθρωπος Aeschin.3.229
;ἐξ ἀσελγείας καὶ ὠμότητος ἔχων συγκειμένην τὴν ψυχήν Plu.Sull.13
; c. gen. only,ἅρμα ἵππων σ. τεττάρων Philostr. Im.1.17
; εἰς ἓν ς. compounded into one body, Pl.Phlb. 29d: in later Gr. c. gen., belong to,πολιτείας PMasp.20.15
(vi A.D.).2 of written compositions, to be composed, κτῆμα ἐς αἰεὶ.. ξύγκειται [ὁ λόγος] Th.1.22, cf. Pl.Hp.Ma. 286a; ποίημα ς. Id.Ly. 221d;λόγοι πρὸς Δημοσθένην αὐτῷ συγκείμενοι Aeschin.2.47
; συμφοραὶ ὑπὸ ποιητῶν συγκείμεναι misfortunes composed or invented by poets, Isoc.4.168; οὔπω σ. τέχνη περὶ αὐτῶν no art of Rhetoric has yet been put together, Arist. Rh. 1403b35, cf. 1402a17;ὁ μῦθος σ. ἐκ θαυμασίων Id.Metaph. 982b19
; also s.v. Μεθόδιος; of persons, τὴν γλῶτταν ξ. Philostr.VA4.36.3 to be contrived, concocted,τῇδε σ. δόλος E.Rh. 215
; πιστότερον ἢ ἀληθέστερον ς. Antipho 3.3.4;πάντα αὐτῷ σύγκειται καὶ μεμηχάνηται Lys.3.26
; τὰ ὑπὸ τῶν τριάκοντα πλασθέντα.., συγκείμενα ἐπὶ τῇ τῶν πολιτῶν βλάβῃ concocted, Id.12.48.4 τὴν οὐσίαν τὴν συγκειμένην composed of matter and form, Arist.Metaph. 1054b5; τὸ ς. complex, ib. 1051b4, 1076b18, cf.σύνθετος 1.2
.5 Math., to be the sum of..,ὁ κῶνος, ἐξ ἴσων συγκείμενος κύκλων Democr.155
;οἱ κύλινδροι ἐξ ὧν σύγκειται τὸ ἐγγραφὲν σχῆμα Archim.Con.Sph.21
, cf. Sph.Cyl.1.11, etc.; ὁσάκις σύγκειται ἁ ΓΔ γραμμὰ ἐν τᾷ ΑΔ as many times as the straight line ΓΔ is contained in ΑΔ, Id.Spir.1; also, to be a ratio compounded of two others, Euc.6.23, Apollon.Perg.Con.1.11, etc.III to be agreed on by two parties,σημεῖον ὃ ξυνέκειτο Th.4.111
;ταῦτα ἡμῖν οὕτω συγκείσθω Pl.Lg. 822c
; also : freq. in part., agreed on, arranged,ἡμέραι αἱ συγκείμεναι Hdt.3.157
; ὑστέρησαν ἡμέρῃ μιῇ τῆς ς. Id.6.89; φλογὸς σημεῖα τὰ ξ. Ar.Ec.6; ὁ σ. [χρόνος] the time agreed upon, Hdt.4.152;σ. χωρίον Id.8.128
, cf. 5.50; κατὰ τὰ ς. according to the terms of the agreement, Id.3.158, etc.; κατὰ τὰ σ. πρός τινα according to what had been agreed on with him, Id.6.14, cf. Arist.Pol. 1308a1; ἐκ τῶν ξ. Th.5.25; παρὰ τὰ ς. Luc.JTr.37;ἀπὸ ξ. λόγου Th.8.94
.2 impers. σύγκειται, it has been or is agreed on, : abs.,καθάπερ ξυνέκειτο Th.4.23
; ὥσπερ ς. X.HG5.1.10, cf. Pl.Cra. 433e, etc.;καθάπερ ἦν ξυγκείμενον Ar.Ec.61
; συγκειμένου σφι, c. inf., although they had agreed to.., Hdt.5.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύγκειμαι
-
17 ἁρμονία
A means of joining, fastening,γόμφοις μιν.. καὶ ἁρμονίῃσιν ἄρηρεν Od.5.248
; of a ship, ὄφρ' ἂν.. ἐν ἁρμονίῃσιν ἀρήρῃ ib. 361.2 joint, as between a ship's planks, τὰς ἁ. ἐν ὦν ἐπάκτωσαν τῇ βύβλῳ caulked the joints with papyrus, Hdt.2.96;τῶν ἁρμονιῶν διαχασκουσῶν Ar.Eq. 533
; also in masonry,αἱ τῶν λίθων ἁ. D.S.2.8
, cf. Paus.8.8.8,9.33.7.3 in Anatomy, suture, Hp. Off.25, Oss.12; union of two bones by mere apposition, Gal.2.737; also in pl., adjustments, .4 framework,ῥηγνὺς ἁρμονίαν.. λύρας S.Fr. 244
;βοός Philostr.Im.1.16
; esp. of the human frame,ἁρμονίην ἀναλυέμεν ἀνθρώποιο Ps.-Phoc.102
;νεύρων καὶ κώλων ἔκλυτος ἁ. AP7.383
(Phil.);τὰς ἁ. διαχαλᾷ τοῦ σώματος Epicr.2.19
.b of the mind, δύστροπος γυναικῶν ἁ. women's perverse temperament, E.Hipp. 162 (lyr.).II covenant, agreement, in pl.,μάρτυροι.. καὶ ἐπίσκοποι ἁρμονιάων Il.22.255
.IV in Music, stringing,ἁ. τόξου καὶ λύρας Heraclit.51
, cf. Pl.Smp. 187a: hence, method of stringing, musical scale, Philol.6, etc., Nicom.Harm.9; esp. octave,ἐκ πασῶν ὀκτὼ οὐσῶν [φωνῶν] μίαν ἁ. συμφωνεῖν Pl.R. 617b
;ἑπτὰ χορδαὶ ἡ ἁ. Arist. Metaph. 1093a14
, cf. Pr. 919b21; of the planetary spheres, in Pythag. theory, Cael.290b13, Mu.399a12, etc.2 generally, music,αὐτῷ δὲ τῷ ῥυθμῷ μιμοῦνται χωρὶς ἁ. Id.Po.1447a26
.3 special type of scale, mode,ἁ. Λυδία Pi.N.4.46
; Αἰολίς or - ηΐς Pratin.Lyr.5, Lasus I, cf. Pl.R. 398e, al., Arist.Pol. 1276b8, 1341b35, etc.b esp. the enharmonic scale, Aristox.Harm.p.I M., Plu.2.1135a, al.4 ἁρμονίαν λόγων λαβών a due arrangement of words, fit to be set to music, Pl.Tht. 175e.6 metaph. of persons and things, harmony, concord, Pl.R. 431e, etc.V personified, as a mythical figure, h.Ap. 195, Hes.Th. 937, etc.; Philos., like φιλότης, principle of Union, opp. Νεῖκος, Emp.122.2, cf. 27.3.VI Pythag. name for three, Theol. Ar.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρμονία
-
18 ἐπίτασις
A stretching,[νεύρων] Hp.Art.8
(pl.) ;δέρματος Thphr.Fr.172.2
; ἐ. καὶ ἄνεσις τῶν χορδῶν tightening and slackening, Pl.R. 349e, cf. Plu.2.99c.2 discharge, fire of artillery, Ph.Bel.79.26(pl.);ἐ. τῶν καταπελτῶν App.Pun.93
(pl.).3 increase in intensity or force, opp. ἄνεσις, Arist.Cael. 288a19,al. ; ἐπιτάσιες πυρετῶν, opp. ἀνέσιες, Hp.Acut.(Sp.)54 ;χειμῶνος Thphr.Sign. 43
;ὄμβρων Plb.4.39.9
(pl.) ;πόνων Thphr.Sud.11
, cf. Plu.2.732c sq. ;ἐ. εἴς τι λαμβάνειν Porph.Sent.32
; of style, intensity, opp. ἄνεσις, Phld.Rh.1.198S., D.H.Isoc.13 ; exaggeration, Longin.38.6 ; emphasis, Hdn.Fig.p.91S. ; in Gramm., ἐπιρρήματα ἐπιτάσεως, e.g. λίαν, σφόδρα, D.T.642.13, cf. A.D.Conj.223.4.4 presence of pitch accent, opp. ἄνεσις, Phld.Po.2.18, Po.IVa.4 (p.274H.).6 = ἐπέκτασις (quod fort. leg.), Theol.Ar.55.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίτασις
-
19 συναρτησις
- εως ἥ1) соединение, связь(τῶν φλεβῶν καὴ νεύρων Arst.)
μηδεμίαν ἔχειν κοινωνίαν καὴ συνάρτησιν Sext. — не иметь ничего общего и не находиться ни в какой связи2) грам. словосочетание -
20 συνάρτησις
A junction, union,τῶν φλεβῶν καὶ νεύρων Arist.Pr. 883b22
; joint of machine, Ph.Bel.91.8; combination of words, A.D.Synt.17.8.II connexion, cohesion of premisses with one another and with the conclusion in a syllogism, Stoic.2.79; of the clauses in a conditional sentence, Plu. 2.387a, S.E.P.2.111.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνάρτησις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
αναστόμωση — Στην ιατρική, α. ονομάζεται η συνένωση δύο αγγείων τα οποία αποτελούν με τον τρόπο αυτό ένα ενιαίο (τοξοειδήςα.) ή η συνένωση δύο παράλληλων αγγείων με ένα μικρότερο (εγκάρσια α.). Οι α., που είναι απαραίτητες για τις απολινώσεις, αφορούν συνήθως … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
νευρικός — ή, ό, θηλ. και ιά (ΑΜ νευρικός, ή, όν) [νεύρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα νεύρα ή αυτός που προκαλείται από τα νεύρα (α. «νευρικό σύστημα» β. «νευρικός κλονισμός») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νευρικά οι παθήσεις τών νεύρων νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… … Dictionary of Greek
αφή — Είναι η αίσθηση που επιτρέπει την αναγνώριση των εξωτερικών χαρακτηριστικών και της επιφάνειας των αντικειμένων (σχήμα, όγκος, τραχύτητα, λειότητα, ομοιομορφία κ.ά.) με την επαφή του δέρματος. Τα απτικά αισθήματα προκαλούν, όταν ερεθιστούν, με… … Dictionary of Greek
κοκαΐνη — Χημική ένωση, με μοριακό τύπο C17H21NO4, η οποία ανήκει στα αλκαλοειδή. Βρίσκεται μαζί με άλλα αλκαλοειδή στα φύλλα του θαμνίσκου ερυθρόξυλο η κόκα (Erythroxylon coca) της οικογένειας των ερυθροξυλίδων (δικοτυλήδονα). Τα φύλλα του φυτού, τα οποία … Dictionary of Greek
ηλεκτροδιαγνωστική — (Ιατρ.). Η εφαρμογή του ηλεκτρισμού για διαγνωστικούς σκοπούς, κυρίως για την εξέταση μυών και νεύρων. Η εξέταση αυτή επιτρέπει τη μελέτη των αντιδράσεων του νευρομυϊκού συστήματος σε ερεθίσματα με τη βοήθεια συνεχούς ή εναλλασσόμενου ρεύματος.… … Dictionary of Greek
αναισθητικά — Φαρμακευτικές ουσίεςπου η βασική τους ενέργεια είναι η πρόκληση νάρκωσης. Ο όρος νάρκωση είναι γενικός και δηλώνει την οποιαδήποτε παροδική μείωση ή κατάργηση κυτταρικών λειτουργιών. Τα α. διακρίνονται σε γενικά και τοπικά. γενικά α.Φάρμακα που… … Dictionary of Greek
Κίνε, Βίλχελμ — (Wilhelm Kühne 1837 – 1900). Γερμανός χημικός και φυσιολόγος. Διετέλεσε καθηγητής της φυσιολογίας στο Άμστερνταμ (1868 71) και στη Χαϊδελβέργη, από το 1871 έως τον θάνατό του. Ο Κ. έγραψε μελέτες για τη γενική φυσιολογία των μυών και των νεύρων,… … Dictionary of Greek